εθελοντηρ

εθελοντηρ
    ἐθελοντήρ
    -ῆρος adj. m Hom. = ἐθελοντής См. εθελοντης I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εθελοντηρ" в других словарях:

  • εθελοντήρ — ο βλ. εθελοντής …   Dictionary of Greek

  • ἐθελοντῆρας — ἐθελοντήρ volunteer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοντῆρες — ἐθελοντήρ volunteer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εθελοντής — ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής Α και ἐθελοντήρ θηλ. ἐθελοντίς, η) αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι νεοελλ. αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό αρχ. είδος μίμων, δεικηλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ.… …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»